- αγριοπετεινός
- οτο πουλί τσαλαπετεινός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγριοπετεινός — Ο άγριος πετεινός, o αγριοκόκορας. Στη βοτανική ονομάζεται έτσι και το φυτό γλαδίολος ο αρουραίος (cladiolus segetum), της οικογένειας των ιριδιδών. Πρόκειται για πολυετή πόα, βολβόρριζη, με βολβό κονδυλώδη και ύψος 30 80 εκ. Έχει φύλλα σπαθωτά… … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek